εννοώ

εννοώ
(ε) μετ.
1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;

δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;

εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;

2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);

σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;

εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;

δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;

3) замечать, чувствовать, ощущать;

με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;

4) хотеть, желать; требовать;

εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;

εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;

5) означить;

τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;

μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;

εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;

τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;

§ να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "εννοώ" в других словарях:

  • εννοώ — εννοώ, εννόησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐννοῶ — ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννόω — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννοος thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἔννους thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννους thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννόῳ — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut dat sg ἔννους thoughlful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως …   Dictionary of Greek

  • εννόηση — η (AM ἐννόησις) [εννοώ] η ενέργεια τού εννοώ νόηση, σκέψη, διανόηση, αντίληψη, παρατήρηση («προς μαθήσεις και εννοήσεις και μελετάς», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσσυνίημι — Α εννοώ, καταλαβαίνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συνίημι «αντιλαμβάνομαι, εννοώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»